- διαστύλιο
- το (Α διαστύλιον)το διάστημα ανάμεσα στους κίονες ενός κτίσματος, μεσοστύλιον, μετακιόνιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύστυλος — η, ο / σύστυλος, ον, ΝΑ πυκνόστυλος νεοελλ. αρχαιολ. α) (για κτίσμα) αυτός τού οποίου το μεταξύ δύο διαδοχικών κιόνων διάστημα ήταν διπλάσιο τού πλάτους τού τριγλύφου, προκειμένου για τον δωρικό ρυθμό, ή διπλάσιο τής κατώτατης διαμέτρου τού κίονα … Dictionary of Greek